- ζεματάω
- 1. μετ. см. ζεματίζω 1;2. αμετ. быть очень горячим (о жидкости);
§ ζεματάω στο ξύλο — сильно избивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ζεματάω στο ξύλο — сильно избивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζεματάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), ζεμάτισα βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: ζεματάω : μόνο στον ενεστώτα και στον παρατατικό έχει και τη σημασία → είμαι καυτός (π.χ. ζεματάει ο ήλιος σήμερα). Το ισα έχει επικρατήσει λόγω ισοδυναμίας με το ζεματίζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζεματάω — και ζεματίζω ζεμάτισα, ζεματίστηκα, ζεματισμένος 1. μτβ., προκαλώ εγκαύματα με ζεστό υγρό: Με ζεμάτισε το λάδι. 2. βράζω κάτι: Ζεματίζω τα χόρτα. 3. μτφ., προξενώ βλάβη σε κάποιον, κυρίως οικονομική: Η κατάθεση αυτού του μάρτυρα τον ζεμάτισε. –… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεματίζω — και ζεματώ και ζεματάω (Μ ζεματίζω) 1. περιβρέχω κάποιον ή κάτι με βραστό υγρό («ζεματίζω το πιλάφι με βούτυρο») 2. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε βραστό υγρό 3. προξενώ εγκαύματα, καίω (α. «ζεματάει το τσάι» β. «ζεμάτισα τη γλώσσα μου») 4. (μέσ. παθ.)… … Dictionary of Greek
ζεματώ — και ζεματάω [ζέμα] βλ. ζεματίζω … Dictionary of Greek
ζεματίζω — ζεματίζω, ζεμάτισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. ζεματάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζεματίζω — ισα, ίστηκα, ζεματισμένος, η, ο, βλ. ζεματάω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεματώ — βλ. ζεματάω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)